σατυρόφηρ

σατυρόφηρ
-ηρος, ὁ, Α
είδος άγριου ζώου, όμοιου με Σάτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + φήρ, αιολ. προφ. τού θήρ «θηρίο», χρησιμοποιούμενο για Κενταύρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”